21.10.10

Αlmost God

.
.
.
.
.
.
.
.
.
dd1ad97c3e98780da2d535f9c08b6657
..
Μου αρέσουν τα γλυκά. Τα γουστάρει σαν τρελή η υπογλυκαιμία μου. Είναι μάλιστα κάποιες μέρες του μήνα, που είμαι τόσο κολλημένη με την πάρτη τους που μπορώ να τρέφομαι μόνο με αυτά. Όλη μέρα. Όμως δεν πρέπει, κι οι λόγοι είναι ευνόητοι. Άκου λοιπόν τι κάνω όταν θέλω μα δεν πρέπει. Πηγαίνω στο φούρνο της γειτονιάς για ψωμί και γάλα και τα κοιτάζω κατάματα, ένα-ένα. Κουλουράκια, τσουρεκάκια, λουκουμάδες, ντόνατς, σοκολατόπιτες, σιροπιαστά, κρεμώδη.. Στέκομαι μπροστά τους μερικά λεπτά, σα να θέλω να διαλέξω, μα μέσα μου εγώ κι αυτά παίζουμε ένα γλυκό παιχνίδι εξουσίας. Κερδίζω πάντα. Έχω βρει το κόλπο. Λέγεται “ σας θέλω τόσο πολύ που αντί να σας αποφεύγω σα δειλή, σας απομυθοποιώ, σας ξεφτιλίζω, σας μηδενίζω, κι έτσι  μπορώ να αντέχω μακριά σας ” .
Όταν κατάλαβα πως αυτό το κόλπο πιάνει, πως η μέθοδος να συρρικνώνω τον εχθρό μου ώστε να μην απειλούμαι, είναι αποτελεσματική, άρχιζα να την εφαρμόζω και στους ανθρώπους. Στους έρωτες κυρίως που είχα αδυναμία. Σιγά-σιγά ένιωσα παντοδύναμη, σχεδόν ξεχωριστή, γιατί αυτό που ήθελα πολύ, εγώ το μηδένιζα.
Μετά από πολλά χρόνια μηδενισμού έγινα σχεδόν Θεός. Είχα ανέβει τόσο ψηλά, που κατοικούσα πλέον στον ουρανό. Στα σύννεφα. Λίγο πιο κάτω από τη χώρα των πεθαμένων. Τόσο κοντά, μάλιστα, που άκουγα τον αναστεναγμό τους.  Εκεί που ήμουν δεν πονούσα, δε χρειαζόμουν, δεν έκανα λάθη, δεν υπήρχε κάτι να μου αναστατώσει τη ψυχή. Τα έβλεπα όλα τόσο μικρά, ένα τίποτα, ανέγγιχτη από ανθρώπινα πάθη. Ήμουν μάγκας και ελεύθερη. 
Με τον καιρό, κι αφού χόρτασα την παντοδυναμία μου, άρχισε κάτι να πονάει. Και πονούσε πολύ. Αβάσταχτος ήταν ο πόνος κάποιες νυχτιές. Γιατί, θεοί άλλοι εδώ δεν υπάρχουνε να κάνουμε παρέα, σε κάποια άλλα σύννεφα έχουνε πάει, πολύ πιο μακριά από εμένα κι από οποιονδήποτε άλλο θεό σαν και του λόγου μας. Η μοναξιά, κι εκείνο το γλυκό το  πάρε-δώσε με όμοιούς μου , ήταν το μόνο ανθρώπινο κουσούρι που μου είχε μείνει. Και δεν έφευγε ποτέ. Κι εγώ πονούσα, με έναν πόνο διαφορετικό μέσα στα σωθικά μου που λυτρωμό δεν είχε.
Δεν άντεξα άλλο τον πόνο κι ούτε τον τόπο  εκείνο, μάζεψα κι εγώ τα μπογαλάκια μου και την έκανα για κάτω, με το κεφάλι να κοιτάει το χώμα και με μια πρωτόγνωρη λαχτάρα να συναντήσω αυτούς που έβλεπα σαν μυρμηγκάκια. .
.
Τώρα είμαι εδώ, και σου γράφω πασαλειμμένη με σοκολάτα. Παραδίνομαι, γιατί γουστάρω. Και η επίγνωση αυτή, μοιάζει πολύ με ελευθερία.
.
.
.
.
.
.
.