20.7.11

γειτονιές του κόσμου (πίτα στο μπαλκόνι)

























Σε μία απ΄αυτές, άνοιξε ένα όμορφο μεζεδοπωλείο, στη γωνία, που ήταν το παλιό ξυλουργείο.  Χρόνια τώρα, η αποκλειστικότητα ανήκε στην άλλη γωνία, στου Τάσου τη ψησταριά με το όνομα " Η Γωνία ".  Ένα παραμελημένο μαγαζί, χωρίς στοιχειώδη διακόσμηση. Mε κάτι παλιές καρέκλες και ελάχιστα τραπέζια έξω, αφού μες τα χρόνια κατέληξε να δουλεύει και να επιβιώνει ως ντιλίβερι πίτα και τα σχετικά. Δε σου κάνει αίσθηση να πας να κάτσεις, καλύτερα να πάρεις τις πίτες και να άραξεις στο μπαλκόνι του σπιτιού σου, παρά να τις φάς εκεί, στις παλιές λευκές σιδερένιες καρέκλες με το άσπρο υπέρλαμπο φως που θυμίζει χειρουργείο και την τηλεόραση να παίζει ό,τι να 'ναι και ειδήσεις. Όσα χρόνια ξέρω αυτή τη γειτονιά, μία από τις γειτονιές μου, τόσα και το κιτρινισμένο στις άκρες μουστάκι του Τάσου, το ατημέλητο τσικνισμένο του μαλλί, και το αδιάφορο παραμελημένο μαγαζί του.  Ίδια όλα κι απαράλλαχτα στη " Γωνία". Ο Τάσος, παιδί σπαθί. Γύρω στα πενήντα.

Ο κόσμος, όμως,  κι ο κοσμάκης, αγαπά το φαί, την παρέα, την κουβεντούλα, κι αν είναι να κόψει απ' το ντύσιμό του κι από το σούπερ-μάρκετ προκειμένου να του σερβίρουν δυο ξένα χέρια μια χωριάτικη και λίγο κρασί ή μπύρες, θα το κάνει. Από τις λίγες πολυτέλειες που συμφωνεί να χαρίσει στον εαυτό του και στην οικογένειά του, μια τυχαία καθημερινή. Καρέκλα και τραπέζι, εκτός του σπιτιού του και να σαχλαμαρίζει, τρώγοντας εντός ορίων της γειτονιάς, Εκεί που πας σε πέντε λεπτά με τα πόδια.


Στη "Γωνία", παρόλα αυτά, δεν έβλεπες άλλους να κάθονται,  πέρα από δυο τρεις τέσσερις γείτονες. Τον κυρ Γιάννη, εξηντάρη, ο ακριβώς από πάνω ο ίδιος που του νοικιάζει το μαγαζί, που νιώθει και είναι μόνος χρόνια τώρα  - τον άφησε η γυναίκα του και το παιδί του έχει πια τη δικιά του ζωή- και νιώθει ασφάλεια να περνάει κάποιες ώρες μέσα στην ημέρα στο ακριβώς από κάτω του μαγαζί, και τους απέναντι διαγωνίως που είναι υπέρβαροι και οι δύο γιατί τρώνε πολύ, και που στηρίζουν τον Τάσο αφού ο Τάσος ψωνίζει τις μπύρες του μαγαζιού του από το δικό τους μαγαζί. Μία κάβα συνοικιακή. Μέσα στα χρόνια, τον έχουν αγαπήσει.  Είπαμε, ο Τάσος παιδί σπαθί. Έχει ζήσει και στην Αμερική. Κάνει καλό στον Έλληνα να έχει ζήσει στο εξωτερικό. Τι κι αν η λέξη "ανακαίνιση" απουσιάζει από το λεξιλόγιό του; Παιδί σπαθί.


Χρόνια τώρα τα ίδια. Το μαγαζί ίδιο και το κοτόπουλο ίδιο και το εξοχικό και το φρυγαδέλι και το κοκορέτσι κι οι πίτες κι οι τηγανητές πατάτες ίδιες. Χρόνια τώρα τα ίδια. Ο κυρ- Γιάννης - από πάνω-  μόνος, να κοιτάει απ' τις γρίλιες τις γκόμενες που αλλάζει ο Γιώργος -ένας γλυκοτσούτσουνος γείτονας- σαν πουκάμισα, κι εκείνοι με την κάβα διαγωνίως πάντα παχύσαρκοι και πάντα χαμογελαστοί. Τα ίδια. Ο Τάσος, σταθερά, παιδί σπαθί. Όλα ίδια. Σαν τα ξωκλήσια. Απείραχτα μέσα στο χρόνο. Μ' αράχνες και ιστούς. Δε λέω, ό,τι φτιάχνει η " Γωνία" είναι φρέσκα νόστιμα και καθαρά, μα,  μόνο για το μπαλκόνι του σπιτιού, είπαμε.


Ώσπου μια μέρα καλοκαιρινή, ανοίγει το καινούργιο όμορφο μεζεδοπωλείο, ακριβώς στην απέναντη γωνία από το μαγαζί του Τάσου, εκεί που ήταν το παλιό ξυλουργείο. Και γκρεμίστηκαν τοίχοι κι άνοιξαν πόρτες, μπήκαν φουγάρα στις σκεπές κι  έβαψε ο άγνωστος ιδιοκτήτης ώχρα και κίτρινο ζεστό το μαγαζί, έβαλε λουλούδια στα λίγα σκαλάκια, όμορφες καρέκλες με ψάθα, ξύλινα τραπέζια, τέντα μεγάλη, φαναράκια, και πίνακα μαύρο στο πεζοδρόμιο. Τι κρίση και αηδίες. Κάθε βράδυ το καινούργιο μεζεδοπωλείο της γειτονιάς είναι γεμάτο με πρόσωπα. Πρόσωπα μάλλον χαρούμενα, πως, κάτι έγινε. Πως κάτι άλλαξε. Κάτι καινούργιο ήρθε στη γειτονιά και μαζί του έφερε μια όμορφη αλλαγή στη γαμημένη καθημερινότητα της πόλης αυτής. Κάτι για να ανταμείβουν τον εαυτό τους τα βράδια μετά τη δουλειά. Κάπου κοντά να βγάζουν τις γυναίκες τους να μη γκρινιάζουν ή κάπου που θα τις ποτίζουν για να τους δίνονται αργότερα στο σπίτι αλλιώς. Έτσι όπως θα τους άρεσε. Σαν πουτανίτσες. Το μεζεδοπωλείο εν μέσω κρίσης κάνει, θα έλεγες, χρυσές δουλειές.

Ο Τάσος, επηρεάστηκε, κι έβαψε κι εκείνος το μαγαζί.  Ένα χρώμα μπεζοκίτρινοσομόν που δε μ'αρέσει καθόλου. Χάλια είναι. Στη φωτεινή επιγραφή του μαγαζιού του, θαρρείς πως βλέπεις ένα "Α" επιπλέον. " Αγωνία ". Ο Τάσσος μέσα, κόβει γύρο και ιδρώνει.


Όποτε τυγχάνει να βρίσκομαι σε αυτή τη γειτονιά, παίρνω πίτα στο μπαλκόνι ( εγώ πίπα θα ήθελα, μα λείπει ο πρίγκιπας)και χαζεύω το φεγγάρι στο βουνό λες και περιμένω το διαστημόπλοιο να έρθει να με πάρει, να με πάει εκεί όπου ανήκω εκ του φυσικού μου. Στον  δικό μου πλανήτη. Στη γειτονιά του ενός με ένα παγκάκι για δύο.