4.6.11

υπό του ήλιου
















Prendere_il_Sole_by_Life_takers_crayons


δε γράφω τελευταία. για την ακρίβεια, τελευταία “δεν” τίποτα. έχω αποκοπεί. η ολοκλήρωση σε όλα τα επίπεδα στέκεται απέναντι κι όταν την πλησιάζω απομακρύνεται.  οι φωτιές σβήνουν με το που πάνε ν’ ανάψουν.   “χαμογελάς” διαπίστωσε κάποιος ένα βράδυ. ναι, είμαι ένας άνθρωπος κανονικός ρε συ. με ακανόνιστα τα κανονισμένα. με κανονισμένα τα ακανόνιστα. “χαμογελώ, γιατί σε είδα” του απάντησα.

προσπαθώ να ξεχνιέμαι. να πορεύομαι και με τα λίγα. με ό,τι έχω. με, ό,τι, μου δίνεται. “ πρέπει να αρπάξω, να κατακτήσω, να αποδείξω” συλλογιέμαι,  μα το “θέλω” μου απουσιάζει. νικήθηκε εδώ και χρόνια απ’ το “μπορώ”. τώρα, αποδυναμώνω το “μπορώ” για να πάρει τα πάνω του το “θέλω”. να θέλω να μπορώ. να μπορώ να θέλω.

είναι φορές, που το μυαλό μου παίρνει ανάποδες στροφές για να ισιώσει. μέσα σε εκείνες τις στροφές είμαι ορμή. αγκάθι  ρόδου που τρυπάει το μεδούλι. θύελλα στο άψε-σβήσε. ιδιότροπο το κεφάλι μου. σβήνει κι ανάβει με τους δικούς του νόμους. υπάρχω στη θερμοκρασία της έξαψης, συναρμολογούμαι στο “μπαμ” της έκρηξης και ορίζομαι  από τα πάντα. μ’ αρέσει ο ήχος του δυνατού ήλιου τα μεσημέρια και του ανέμου στα βουνά.

οι άνθρωποι μου μιλούν για τα μυστικά τους. λένε πράγματα που δε μιλούν εύκολα για αυτά. άγνωστα μα όλα οικεία. κι εγώ μιλάω. τους λέω τα δικά μου. μόνο με πάθος μπορώ να ακούω αλλά και να μιλώ. τα ενδιάμεσα δε με ενδιαφέρουν. πλήττω σφοδρά. είναι όμορφη η απόσταση του αγνώστου όταν ένας ομφάλιος λώρος  έχει ήδη φτιάξει τους πρώτους ιστούς χάρη της χημείας. έτσι είναι οι άνθρωποι. ο ένας εδώ κι άλλος εκεί, πάντα. ο ένας εδώ κι άλλος εκεί. όλοι. κι ανάμεσα ένα δίκτυο να  ενώνει με ισχυρούς και ασθενείς δεσμούς. γέφυρες των  πάντα μόνων.