24.3.11

stigma







Πήρα τ’ αμάξι και πήγα στη θάλασσα. Δέκα λεπτών διαδρομή ετούτη η πολυτέλεια. Άραξα τ’ αμάξι και περπάτησα στο δρομάκι κατά μήκος της παραλίας. Ένας αφράτος κώλος κι άλλη μία στρογγυλή κοιλιά θυσιάζονταν στο βωμό της καύσης. Είναι γνωστό πως το οξυγόνο καίει τα παράγωγα των καταθλίψεων. Μια γυναίκα πήγαινε βόλτα ένα καροτσάκι. Δε γύρισα να κοιτάξω τι ακριβώς μετέφερε. Μπορεί μια κούκλα παιδική, μπορεί το μικρό της το λευκό κανίς, μπορεί και τον καρπό του έρωτά της ή το ατύχημα ενός σούπερ γαμησιού. Ίσως και το σποράκι που θα την κάνει μάνα κάποια στιγμή στο μέλλον. Τι σημασία έχει; Φαινόταν τόσο χαρούμενη που πήγαινε βόλτα εκείνο το καροτσάκι. Λίγο απέχει η αλήθεια από την αυταπάτη στις μηδενικές αποστάσεις του μυαλού. Ένα ζευγάρι συνταξιούχων έκανε τον περίπατο της ημέρας. Είναι από εκείνα τα τυχερά που πήραν σύνταξη ενώ ακόμα μπορούσαν να σκαρφαλώνουν τα βραχάκια. Σαράντα χρόνια μαζί, τι διάολο λένε κάθε μέρα; Ποτέ δε θα μάθω.  Ήδη είμαι αρκετά μεγάλη. Το δικό μου ρεκόρ μετράει χρόνια 13. Τα τελευταία τρία ήμουν μουγκή και βουβή. Η σιωπή με άλλον άνθρωπο  μέσα το σπίτι είναι μαρτύριο. Χειρότερη κι από τους τσακωμούς. Έφυγα. Του ‘πα να φύγει. Τώρα που ζούμε χωριστά, έχουμε πολλά να πούμε. Γελάμε συχνά και πολύ. Καλύτερα έτσι. 


Γιατί οι άνθρωποι αποφεύγουν τον αέρα; Πάνω στην άμμο δίπλα στη θάλασσα, κανείς. Εκείνη περιμένει όσους αγαπούν τον άνεμο ακόμα κι όταν η άμμος μαστιγώνει τα μάτια, να εξαναναγκάζει να τα κλείσεις. Ναι για αυτό. Μόνο με μάτια κλειστά ακούς τη βαθειά ανάσα. Της θάλασσας την ανάσα. Βαθιά, από τα σωθικά της. Τις καθημερινές όταν η πόλη αγκομαχά, έχω τη θάλασσα όλη δικιά μου και μια έκταση απ’ άμμο ζεστή να διαλέξω που θα ακουμπήσω τα οπίσθιά μου. Πίσω από τις μοναδικές καλαμιές της παραλίας, μπροστά στη θάλασσα, άραξα την ύλη μου ευελπιστώντας να αράξει και το μυαλό. Για τη ψυχή μου ούτε λόγος. Βράζει. Στασό δεν έχει. Έμεινα εκεί με έναν καφέ και δυο τσιγάρα. Ξάπλωσα κι έκλεισα τα μάτια ν’ ακούω. Ο ήχος της θάλασσας  νανουρίζει, ο ήλιος ζεσταίνει ό,τι απέμεινε παγωμένο απ’ το χειμώνα και οι crescendo ριπές ανάμεσα στις καλαμιές αναζωπυρώνει τα ένστικτα. Περνούσαν από πίσω άνθρωποι, μα ούτε ένας, ξέρω, δεν ανακάλυψε την κρυψώνα μου, ώσπου έπαψα να τους ακούω και έγινα ένα με το Όλον. 


Δεν ήταν περισσότερο από λίγα λεπτά δόσης συμπυκνωμένης ηρεμίας, τ’ ανάποδο της έκρηξης μοιάζουν πολύ αυτά τα δυό. Άνοιξα τα μάτια, σήκωσα την πλάτη. Δεξιά στο βάθος μια μεγάλη πόλη. Ξέχασα το όνομά της. Αριστερά πιο δίπλα πάνω στη μύτη της στροφής του κόλπου ένα παλιό ξενοδοχείο χτισμένο στην άκρη του κύματος, παρατημένο αυθαίρετο. Έτσι συνδέθηκα με το στίγμα μου πάλι: 


σύμπαν, γαλαξίας (Milky Way), ηλιακό σύστημα, πλανήτης γη, ήπειρος Ευρώπη, χώρα Ελλάδα, πόλη Αθήνα, περιοχή Καβούρι, ακρογιαλιά, πίσω από τις καλαμιές, μπροστά στη θάλασσα. Εκπέμπω. Με πιάνεις;