4.7.10

Νερά κι Αρώματα


.
.
.
.
.
.
.



Tις νύχτες που το σκοτάδι μου  μπαίνει στο σκούρο κόκκινο βαθύ, τυλίγω σώμα με νερά να ξεδιψάσεις σα θα διψούσες, κι απλώνω αρώματα και μυρωδιές σα να  ταξίδευες. Ύστερα αφήνω όλες τις πόρτες ανοιχτές σαν τότε που θα 'ρχόσουν ..
τα πρωινά μοσχοβολάει η απουσία στα διπλά του κρεββατιού σεντόνια και με ξυπνά η αίσθησή της, πιο βαριά αν και μισή. Μισή όχι από μένα, βλέπεις ο εαυτός  μου πάντα θα είναι πιο πολλής. Ξυπνώ μισή από το δυο που γίνεται ένα, κι έτσι το ένα μόνο του μοιάζει με μισό..
πριν πιω την πρώτη μου γουλιά καφέ και πριν ανάψω το πρώτο το τσιγάρο  κλείνω με δύναμη και με βαθύ ρεαλισμό πίσω την πόρτα..
μέχρι που έρχεται και πάλι το σκοτάδι μου, κι εγώ τυλίγω με νερά το σώμα, κι απλώνω αρώματα και μυρωδιές, κι αφήνω πόρτες ανοιχτές σαν τότε που θα 'ρχόσουν.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
..
.