4.11.09

ο



Ο σημαίνει κύκλος. Και ήλιος  κρύος φθινοπωρινός. Νύχτα σαν με πανσέληνο. Μια πέτρα που έριξες στη λίμνη ,  έτσι, για να υπάρξεις μέσα της όμορφος σαν σχήμα.  Ο, το πρώτο σχέδιο που έφτιαξες γύρω σου σε μία άμμο άγνωστη και έκλεισες τον εαυτό σου μέσα. Στο κέντρο του “ τίποτα ” και στην αρχή του “ Όλα ”. Ο, μια τρύπα από τσιγάρο στο καλτσόν κι άλλη μία στο νερό.  Δυο τρύπες στο κρανίο από  διάφανη σφαίρα. Ο,  η ρόδα  να ταξιδεύουν οι  αποχωρισμοί  να συναντιούνται τα ανταμώματα.  Ο, η τέλεια αγκαλιά. Περικλείει,  προκαλεί να εισχωρήσεις. Να πηδήξεις μέσα της χωρίς να βλέπεις που είναι ο πάτος. Και σε ρουφάει, σε κυκλώνει, σε ζαλίζει, σε φυλακίζει όμορφα,  κι όταν μεγαλώνεις δε σε χωράει πια γιατί μεγάλωσες κι αυτή στένεψε. Κι έτσι φτύνεσαι έξω σαν  κουκούτσι. Και γλιτώνεις. Και λες πως έκλεισε κι αυτός ο κύκλος. Ο, σαν δαχτυλίδι που μίκρυνε στο δάχτυλό μου. Ένα μηδενικό δικό μου. Μέσα του μπαίνω κι είναι ζεστά και έξω   βγαίνω  όταν τελειώσει το οξυγόνο. Τότε που πνίγεσαι. Τότε που δεν.  Μετά νομίζω πως περπατάω σε μια γραμμή που κάπου βγάζει. Και όντως πάντα κάπου βγάζει. Μα ύστερα βλέπω πως κι αυτή ήτανε κύκλος. Κι όταν  απομακρύνομαι ακόμα πιο πολύ,  βλέπω πως  όλοι οι κύκλοι φαίνονται από μακριά μία ατέλειωτη ευθεία γραμμή που είμαι πάνω.  Όταν πεθαίνεις η πορεία  τελειώνει, κι οι δύο άκρες της  κλείνουν  μεμιάς να γίνει πάλι  ένας κύκλος.  Ο τελευταίος κύκλος. Ένα βραχιόλι από πολύχρωμες χάντρες. Ένας κύκλος, μία χάντρα, άλλος ένας κύκλος μία ακόμη  χάντρα. Κάποτε κάποιοι δύο φτιάχνουν μαζί ένα μεγάλο κύκλο.  Μια χρωματιστή  μεγάλη χάντρα στο βραχιόλι.